- τέμεν
- τέμνωcutaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένδοθι — ἔνδοθι (AM) επίρρ. μέσα, εντός (α. «τὴν δ ἔνδοθι τέμεν ἰοῡσαν», Ομ. Οδ. β. «τῶν ἀνακτόρων ἔνδοθι») … Dictionary of Greek
κηπουρός — ο (ΑΜ κηπουρός, Α μτγν. τ. κηπωρός) αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, περιβολάρης («γεωργόν τε έμέ, και κηπουρόν», Φιλόστρ.) αρχ. 1. αυτός που φυλάει κήπο («κηπουρὸς ὄφις», Ευφορ.) 2. τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… … Dictionary of Greek
οδουρός — ὁδουρός, ὁ, ἡ (Α) 1. οδηγός 2. ληστής που ενεδρεύει, παραμονεύει στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + ουρός (< Foρός < ὁρῶ «βλέπω»), πρβλ. κηπ ουρός, τεμεν ουρός] … Dictionary of Greek
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
τεναγίτις — ίτιδος, ἡ, Α επίθ. αβαθής, ρηχή («τεναγῑτιν ὅτ εἰς ἅλα κῶλον ἐλαφρὸν στήσας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέναγος + επίθημα ῖτις (πρβλ. τεμεν ῖτις)] … Dictionary of Greek